Κνίδιοι

Κνίδιοι
Κνίδιος
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γίλος — (6ος–5ος αι. π.Χ.). Στρατιωτικός από τον Τάραντα. Ο Γ. ήταν εξόριστος στην Ιαπυγία (Απουλία), όταν ελευθέρωσε και έσωσε τους Πέρσες, των οποίων τα πλοία είχαν εξοκείλει στον Κρότωνα. Οι Πέρσες ακολουθούσαν τον Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη για να… …   Dictionary of Greek

  • κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …   Dictionary of Greek

  • Αιόλου, νησιά ή Λίπαρι — (EolieLipari).Νησιωτικό σύμπλεγμα στη νότια Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας. Στην αρχαιότητα είχαν εγκατασταθεί εκεί Ρόδιοι και Κνίδιοι, οι οποίοι τα μετονόμασαν σε Λιπάρας ή Λιπαραίας νήσους. Α.ν. ή πλωτή Αιολία ονομάστηκαν επειδή κατά τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”